περιμετρώ

περιμετρώ
-έω, Α
καταμετρώ κάτι ολόγυρα, μετρώ την περίμετρο («τὸν ἥλιον περιεμέτρουν», Λουκιαν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιμέτρῳ — περίμετρον circumference neut dat sg περίμετρος very large masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιμέτρωι — περιμέτρῳ , περίμετρον circumference neut dat sg περιμέτρῳ , περίμετρος very large masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοπεριμέτρητος — ἰσοπεριμέτρητος, ον (Α) ἰσοπερίμετρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + περιμετρῶ] …   Dictionary of Greek

  • περιμέτρηση — η / περιμέτρησις, ήσεως, ΝΑ [περιμετρώ] νεοελλ. η περιμετρία αρχ. το να μετράει κανείς την περιφέρεια κυκλικού σώματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”